- ψυχαρίζω
- είμαι οπαδός του ψυχαρισμού, δέχομαι τις απόψεις του γλωσσολόγου Ψυχάρη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ψυχαρίζω — Ν (αμτβ.) (κυρίως για λογοτέχνη) ακολουθώ τις γλωσσικές απόψεις τού Γ. Ψυχάρη, είμαι ψυχαριστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ψυχάρης. Το ρ., στον τ. τής μτχ. ψυχαρίζοντες, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ανατολή] … Dictionary of Greek